ὑπομάσθιος

ὑπομάσθιος
ὑπομάσθιος, ον, (μασθός)
A = ὑπομάζιος, Conon 44, LXX 3 Ma.3.27, J. BJ6.3.4. (-μάσθιος cod. R, -μαστιαιος cod. A, LXX l. c.; -μάστιος and -μάζιος vv. ll. in J. l. c.; -μάζιον v.l. in Conon l. c.: [ὑπο]μάστιος occurs in IG12(7).53.6 (Amorgos, iii A. D.).)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπομάσθιος — ον, ΜΑ βλ. ὑπομάστιος …   Dictionary of Greek

  • ὑπομάσθιον — ὑπομάσθιος masc/fem acc sg ὑπομάσθιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομάσθια — ὑπομάσθιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομάστιος — και ὑπομάσθιος, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μαστό και, κυρίως για βρέφος, αυτός που θηλάζει, υπομάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαστός / μασθός + κατάλ. ιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”